- Ιεριχώ
- (αραβ. Ariha, εβρ. Yeriho). Πόλη (14.744 κάτ. το 1997) στη Δυτική Όχθη, Β της Νεκράς θάλασσας και Δ του Ιορδάνη ποταμού, σε απόσταση 22 χλμ. από την Ιερουσαλήμ. Το 1994 η Ι. ήταν η πρώτη πόλη της Δυτικής Όχθης που περιήλθε στην Παλαιστινιακή Αρχή.
Ιστορία. Η Ι. υπήρξε ένας από τους αρχαιότερους μόνιμους οικισμούς με μορφή πόλης κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Η τοποθεσία, που ήταν κατοικημένη από τη μεσολιθική περίοδο, ήταν ήδη έδρα γεωργικής κοινότητας από την 7η χιλιετία π.Χ. Αποτελούσε φορέα ενός νεολιθικού πολιτισμού, που όμως δεν κατείχε ακόμα την αγγειοπλαστική, η οποία εισήχθη κατά την 5η χιλιετία π.Χ. Τότε επίσης εμφανίστηκαν σπίτια με πλήρες σχέδιο, που αποτελούνταν από ορθογώνια δωμάτια με αποθήκες και στέρνες. Την περίοδο αυτή αναπτύχθηκαν οι πλαστικές τέχνες, με ειδώλια ζώων από οπτή γη (τερακότα) και νεκρικά προσωπεία, τα οποία κατασκεύαζαν εφαρμόζοντας στο κεφάλι του νεκρού γύψο και πλάθοντάς τα σύμφωνα με ένα τελετουργικό που συνδεόταν με τη λατρεία των προγόνων (επτά τέτοια προσωπεία διασώθηκαν μέσα σε ένα σπίτι, κάτω από το πάτωμα του οποίου είχαν ταφεί πολλά άτομα, μερικά χωρίς κρανίο). Κατά τη χαλκολιθική εποχή (4η χιλιετία π.Χ.) εμφανίστηκαν σπίτια με αψιδωτή κάτοψη, ενώ η τέχνη αντιπροσωπεύεται από αγάλματα θεοτήτων από έγχρωμη τερακότα. Μεγάλη ανάπτυξη γνώρισε η Ι. κατά την πρώτη περίοδο του ορείχαλκου (3η χιλιετία π.Χ.), οπότε ήταν χτισμένη σε έναν λόφο και περιβαλλόταν με τείχος από ωμές πλίνθους που είχαν κοπεί με καλούπι (με πέτρινα όμως θεμέλια), ενώ τα σπίτια της ήταν χτισμένα με σταθερό προσανατολισμό Β-Ν. Την εποχή εκείνη επικράτησε η χρήση ομαδικών τάφων, με δωμάτια που σκάβονταν στους βράχους. Κατά το τέλος της περιόδου, τα τείχη της Ι. πυρπολήθηκαν και κάθε δραστηριότητα σταμάτησε για αρκετούς αιώνες. Κατά τα μέσα, όμως, της εποχής του ορείχαλκου (2000-1500 π.Χ.), ύστερα από μια περίοδο που χαρακτηρίστηκε από την παρουσία νομαδικών πληθυσμών που ασχολούνταν με τη βοσκή ποιμνίων, μετέβησαν εκεί χανανιτικοί γεωργικοί πληθυσμοί, οι οποίοι έδωσαν νέα ώθηση στη ζωή της πόλης. Την περίοδο αυτή ανοικοδομήθηκαν τα τείχη της. Αργότερα η Ι. συνδέθηκε με τη βιβλική παράδοση, ενώ κατά τον 6ο αι. π.Χ. έγινε διοικητικό κέντρο των Περσών. Στην περίοδο της ρωμαϊκής κατάκτησης παραχωρήθηκε στον Ηρώδη τον Μέγα, ο οποίος οικοδόμησε θέατρο και χειμερινό ανάκτορο στην πόλη. Τον 7ο αι. μ.Χ. κατελήφθη από τους Άραβες και κατά τον 12ο και 13ο αι. περιήλθε στον έλεγχο των Σταυροφόρων, οι οποίοι απωθήθηκαν από τη μουσουλμανική κατάκτηση. Την περίοδο αυτή η πόλη άρχισε να παρακμάζει, έως το 1840 οπότε ο Ιμπραήμ πασάς την κατέστρεψε ολοσχερώς κατά την αποχώρησή του στην Αίγυπτο. Στο διάστημα μεταξύ 1922 και 1949 η Ι. έγινε τμήμα της Παλαιστίνης υπό βρετανική εντολή και μετά τη λήξη του Α’ Αραβοϊσραηλινού πολέμου ενσωματώθηκε στην Ιορδανία. Ο πόλεμος των Έξι Ημερών το 1967 είχε ως αποτέλεσμα την προσάρτησή της, όπως και ολόκληρης της Δυτικής Όχθης, στο Ισραήλ. Με σύμφωνο που υπογράφηκε το 1994 ανάμεσα στους Ισραηλινούς και τους Παλαιστινίους η Ι. έγινε η πρώτη πόλη που παραχωρήθηκε στην Παλαιστινιακή Αρχή. Σύμφωνα με αυτό η Παλαιστινιακή Αρχή είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση των παλαιστινιακών ζητημάτων στην περιοχή, ωστόσο η ισραηλινή κυβέρνηση διατηρεί την αρμοδιότητα για θέματα που αφορούν τους Ισραηλινούς εποίκους, καθώς και για θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας.
Άποψη της μονής του Αγίου Ιωάννη στην Ιεριχώ (φωτ. ΑΠΕ).
Γενική άποψη της Ιεριχούς, μιας από τις αρχαιότερες πόλεις της Παλαιστίνης.
Dictionary of Greek. 2013.